Οι πρώτες μέρες μετά την επιστροφή από το μαιευτήριο είναι εκείνες που συχνά τρομάζουν πολλά ζευγάρια, στη σκέψη του πώς θα ανταπεξέρθουν στη φροντίδα του νέου μέλους της οικογένειας.
Τα μαθήματα προετοιμασίας μπορεί να έχουν καλύψει κάποιες ερωτήσεις σχετικά με το άλλαγμα της πάνας, το μπανάκι του μωρού, μία μητέρα μπορεί να ενημερωθεί για το θηλασμό ή το συμπληρωματικό γάλα. Παρ’όλα αυτά όμως η άφιξη με το μωρό στο σπίτι, ταυτόχρονα με χαρά και ενθουσιασμό μπορεί να προκαλεί και αρκετές αγωνίες.
Όταν ένα βρέφος έρχεται στον κόσμο είναι βιολογικά και ψυχικά ελλιπώς ανεπτυγμένο να επιζήσει μόνο του, στηρίζεται επομένως στους φροντιστές του εξ ολοκλήρου για την κάλυψη των αναγκών του. Οι πρώτες μέρες της ζωής με ένα μωρό περιλαμβάνουν την αποκωδικοποίηση και κάλυψη αυτών των αναγκών. Οι ενήλικες φροντιστές προσπαθούν να αντιληφθούν τι επικοινωνεί το μωρό με τα λιγοστά μέσα που διαθέτει και να βρουν τον τρόπο να ανταποκριθούν σε αυτό. Όπως κάθε μωρό είναι ξεχωριστό, έτσι και κάθε ζέυγος μητέρα- βρέφους είναι μοναδικό στον τρόπο με τον οποίο τα δύο μέρη αλληλεπιδρούν, η ποιότητα ωστόσο αυτών των αλληλεπιδράσεων έχει σύμφωνα με τη θεωρία της προσκόλλησης (Bowlby, 1958 ) σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πρωταρχικής σχέσης και συναισθηματικής ανάπτυξης.
Η μητέρα λοιπόν, που αποτελεί, συνήθως, το κύριο πρόσωπο φροντίδας, προσπαθεί να αφουγκραστεί τις ανάγκες του μωρού και να ανταποκριθεί σε αυτές με τον πιο άμεσο και ακριβή τρόπο. Αναφερόμαστε εδώ τόσο στις βιολογικές ανάγκες αλλά και στα πρωταρχικά έντονα συναισθήματα που εκφράζει το βρέφος, η ανταπόκριση στα οποία χρειάζεται τη φυσική και συναισθηματική παρουσία και συντονισμό της μητέρας. Καθώς το βρέφος έχει μόλις αποχωριστεί ένα περιβάλλον (της μήτρας) όπου οι ανάγκες του καλύπτονταν πλήρως και άμεσα, κατανοούμε ότι η εξάρτηση του από τα πρόσωπα φροντίδας είναι σχεδόν ολοκληρωτική. Γι’ αυτό άλλωστε και οι πρώτοι τρεις μήνες της ζωής του βρέφους χαρακτηρίζονται και ως το «τέταρτο τρίμηνο».
Μία μητέρα που είναι ανοιχτή και διαθέσιμη σε αυτό που επικοινωνεί το μωρό σταδιακά κατανοεί τις διαφοροποιήσεις των συανσιθημάτων που εκείνο εκφράζει και ανταποκρίνεται ανάλογα, γεγονλος που παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του μεταξύ τους δεσμού.
Ένας όρος που αξίζει να κρατήσουμε στο νου σχετικά με την πρωταρχική αυτή σχέση είναι εκείνος της «αρκετά καλής» (good enough) μητέρας. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον D.W Winnicott (1953)και περιγράφει τη μητρική φιγούρα που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και φροντίζει να καλύψει τις ανάγκες του βρέφους με τον πληρέστερο τρόπο αρχικά αλλά σταδιακά επιτρέπει στο βρέφος που αναπτύσσεται τη δυνατότητα να αυτονομηθεί.
Ο λόγος που χρησιμοποιώ τον όρο αυτό εδώ δεν αφορά την επεξήγηση ψυχοδυναμικών θεωριών αλλά σχετίζεται με τη δυναμική που πιστεύω πως η ίδια η λέξη μπορεί να έχει για μία μητέρα.Τη διαφορετική συναισθηματική χροιά που μπορεί να έχει η αρκετά καλή από την «τέλεια» μητέρα.
Η άμεση και έγκυρη ανταπόκριση στις ανάγκες ενός βρέφους δεν είναι εύκολη υπόθεση, ειδικά εφόσον τα επικοινωνιακά μέσα που διαθέτουν τα μωρά είναι πολύ περιορισμένα. Αν συμπεριλάβουμε τον παράγοντα της κούρασης, τις μεγάλες σωματικές και συναισθηματικές αλλαγές που έχει να διαχειριστεί μία νέα μητέρα, κατανοούμε το πόσο απαιτητική μπορεί να είναι αυτή η διαδικασία για εκείνη. Το να μην επιτυγχάνει μία μητέρα στην προσπάθεια της να ηρεμήσει το μωρό της μπορεί να είναι εξαιρετικά στρεσογόνο και δύσκολο. Το να αναγνωρίσουμε ωστόσο ότι ο συντονισμός μας με τις ανάγκες του μωρού μας δεν χρειάζεται να αγγίζει πάντα το 100% μπορεί να έχει λυτρωτική λειτουργία. Η διαδικασία της προσκόλλησης γίνεται σταδιακά και σε βάθος χρόνου και βασίζεται στη γενικευμένη εμπειρία ασφάλειας, αποδοχής και σταθερής ανταπόκρισης που βιώνει το μωρό. Μία στιγμή που η μητέρα μπορεί να χάσει την υπομονή της ή νιώθει ότι χρειάζεται χώρο να αναπνέυσει δεν χρειάζεται να βιώνεται από τη μητέρα ως κίνδυνος στη σχέση της με το μωρό της.
Πολλές γυναίκες στα πρώτα βήματα της μητρότητας μπορεί να βρεθούν εγκλωβισμένες σε μία προσπάθεια να εκπληρώσουν προσδοκίες και ιδανικά πέραν των ρεαλιστικών τους δυνατοτήτων. Άλλες φορές λόγω εσωτερικευμένων πεποιθήσεων και άλλοτε από εξωτερικά διαμορφωμένα πρότυπα και πιέσεις για μία μητέρα και γυναίκα «ιδανική»- το κυνήγι ωστόσο αυτής της τελειότητας επιφέρει για πολλές γυναίκες μεγάλο ψυχικό φόρτο, συναισθηματική κόπωση, ενοχές και απόγνωση.
Το να επιτρέψουμε χώρο στο λάθος και την αποτυχία μπορεί να είναι δύσκολο, παρ’ ολα αυτά παραμένοντας ανοιχτοί και σε αυτό το ενδεχόμενο και δείχνοντας τη διάθεση να επανέλθουμε στο συντονισμό και τη σχέση είναι ένα σημαντικό μάθημα για τον αναπτυσσόμενο ψυχισμό. Οι πρώτοι μήνες της ζωής ενός μωρού γίνονται πιο διαχειρίσιμοι όταν τους προσεγγίζουμε με αγάπη και υπομονή, τόσο στις ανάγκες του μωρού όσο και στης ίδιας της μητέρας.